κρουσταλλένιος

κρουσταλλένιος
α, ο
1) см. κρυσταλλένιος; 2) перен. хрустальный, звонкий (о звуке, голосе, смехе); 3) кристальный, прозрачный (о воде источника и т. п.); 4) белый, белоснежный (об одежде и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κρουσταλλένιος" в других словарях:

  • κρουσταλλένιος — α, ο 1. κατασκευασμένος από κρύσταλλο, κρυστάλλινος 2. (για τρεχούμενο νερό) διαυγής και δροσερός σαν το κρύσταλλο 3. (για ένδυμα) λευκός, στιλπνός και διαφανής 4. (για γέλιο ή φωνή) καθαρός και ευχάριστος στην ακοή («κι ακόμα τη φωνή την… …   Dictionary of Greek

  • κρουσταλλένιος, -ια, -ιο — 1. κρυστάλλινος: Σερβίρει σε κρουσταλλένια ποτήρια. 2. διαυγής: Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση (Μαβίλης). 3. αυτός που ηχεί σαν κρύσταλλο: Έχει κρουσταλλένιο γέλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυστάλλινος — η, ο αυτός που αποτελείται από κρύσταλλο, ο κρουσταλλένιος, ο όμοιος με κρύσταλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυσταλλένιος, -ια, -ιο — βλ. κρουσταλλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»