κρουσταλλένιος — α, ο 1. κατασκευασμένος από κρύσταλλο, κρυστάλλινος 2. (για τρεχούμενο νερό) διαυγής και δροσερός σαν το κρύσταλλο 3. (για ένδυμα) λευκός, στιλπνός και διαφανής 4. (για γέλιο ή φωνή) καθαρός και ευχάριστος στην ακοή («κι ακόμα τη φωνή την… … Dictionary of Greek
κρουσταλλένιος, -ια, -ιο — 1. κρυστάλλινος: Σερβίρει σε κρουσταλλένια ποτήρια. 2. διαυγής: Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση (Μαβίλης). 3. αυτός που ηχεί σαν κρύσταλλο: Έχει κρουσταλλένιο γέλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυστάλλινος — η, ο αυτός που αποτελείται από κρύσταλλο, ο κρουσταλλένιος, ο όμοιος με κρύσταλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυσταλλένιος, -ια, -ιο — βλ. κρουσταλλένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)